- ζαφέλως
- ζάφελοςtenderly rearedadverbialζάφελοςtenderly rearedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζαφελῶς — ζαφελής tenderly reared adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφελής — ζαφελής, ές (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ορμητικός, βίαιος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάνυ αφελής». επίρρ... ζαφελῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγαλοκότως», βιαίως … Dictionary of Greek
περιζαφελώς — Α επίρρ. πολύ ορμητικά, βιαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζαφελῶς (< ζαφελής «ορμητικός, βίαιος»)] … Dictionary of Greek